Ένας γέρος μερακλής
ντερμπεντέρης και μπεκρής,
κυνηγούσε στα Πατήσια
όλα τα μικρά κορίτσια.
Τα μαλλιά του είχε βάψει
να περνάει για γαμπρός,
στο σκουπόξυλο τον πιάσαν
και τον βάλανε εμπρός.
Ξύσου γέρο, άιντε ξύσου
με το χέρι το δεξί σου.
Ξύσου γέρο κουνενέ
που ρουφάς το ναργιλέ.
Τον τσακώσαν τα μορτάκια
να μιλεί στα κοριτσάκια
και τον πήραν ρεφενέ,
γεια σου γέρο κουνενέ.
Τα μαλλιά του είχε βάψει
να περνάει για γαμπρός,
στο σκουπόξυλο τον πιάσαν
και τον βάλανε εμπρός.
Ξύσου γέρο, άιντε ξύσου
με το χέρι το δεξί σου.
Ξύσου γέρο κουνενέ
ξεκουτιάρη και τρελέ.
Η μπογιά σου δεν περνάει,
φύγε γέρο ξεκουτιάρη.
Άδειασέ μας τη γωνιά
θα μας βάλεις σε μπελά.
Τα μαλλιά του είχε βάψει
να περνάει για γαμπρός,
στο σκουπόξυλο τον πιάσαν
και τον βάλανε εμπρός.
Ξύσου γέρο, άιντε ξύσου
με το χέρι το δεξί σου.
Θα σε δέσουν στο μαντρί,
θα σε κλείσουν στο Δαφνί.
|
Έnas géros meraklís
nterbentéris ke bekrís,
kiniguse sta Patísia
óla ta mikrá korítsia.
Ta malliá tu iche vápsi
na pernái gia gabrós,
sto skupóksilo ton piásan
ke ton válane ebrós.
Ksísu géro, áinte ksísu
me to chéri to deksí su.
Ksísu géro kunené
pu rufás to nargilé.
Ton tsakósan ta mortákia
na mili sta koritsákia
ke ton píran refené,
gia su géro kunené.
Ta malliá tu iche vápsi
na pernái gia gabrós,
sto skupóksilo ton piásan
ke ton válane ebrós.
Ksísu géro, áinte ksísu
me to chéri to deksí su.
Ksísu géro kunené
ksekutiári ke trelé.
I bogiá su den pernái,
fíge géro ksekutiári.
Άdiasé mas ti goniá
tha mas vális se belá.
Ta malliá tu iche vápsi
na pernái gia gabrós,
sto skupóksilo ton piásan
ke ton válane ebrós.
Ksísu géro, áinte ksísu
me to chéri to deksí su.
Tha se désun sto mantrí,
tha se klisun sto Dafní.
|