Ακόμα ένα άχρωμο πρωί
και εγώ να ψάχνω πάλι εσένα,
να βρω την φωτεινή σου την μορφή
τα χρώματα τα αγαπημένα.
Μωρό μου πόσο ασπρόμαυρα είναι όλα όταν λείπεις,
μωρό μου πόσο έγχρωμο είναι να σε αγαπώ.
Tο μαύρο πάρε μακριά της νύχτας και της λύπης,
στα χρώματα σου να ‘ρθω να χαθώ.
Το βλέμμα των ανθρώπων μολυβί,
κάτω από το βάρος του βουλιάζω.
H μόνη που με σώζει είσαι εσύ,
μες της φωνής σου το γαλάζιο.
Κιτρινισμένη εικόνα η ζωή
και ξεθωριάζουνε οι μέρες,
μα δραπετεύω εγώ ψηλά εκεί
μες τις πολύχρωμες σου σφαίρες.
|
Akóma éna áchromo pri
ke egó na psáchno páli eséna,
na vro tin fotiní su tin morfí
ta chrómata ta agapiména.
Moró mu póso asprómavra ine óla ótan lipis,
moró mu póso égchromo ine na se agapó.
To mavro páre makriá tis níchtas ke tis lípis,
sta chrómata su na ‘rtho na chathó.
To vlémma ton anthrópon moliví,
káto apó to város tu vuliázo.
H móni pu me sózi ise esí,
mes tis fonís su to galázio.
Kitrinisméni ikóna i zoí
ke ksethoriázune i méres,
ma drapetevo egó psilá eki
mes tis políchromes su sferes.
|