Περπατάω στο δρόμο κι ακούω φωνές
να μου λένε πως είσαι με άλλον,
ξενυχτάω και μοιάζουν τα βράδια πληγές
με τρελαίνουν τα γέλια των άλλων.
Ζηλεύω, ζηλεύω, ζηλεύω,
ζηλεύω και τη σκιά μου ακόμα,
γιατί όποτε σε φιλώ
σε φιλάει κι η σκιά μου στο στόμα.
Σ’ αγαπάω και είμαι για σένα τρελός
απ’ τη ζήλια μου πως να ησυχάσω,
και μακριά και κοντά σου ο ίδιος καημός
να φοβάμαι διαρκώς μη σε χάσω.
Ζηλεύω, ζηλεύω, ζηλεύω,
ζηλεύω και τη σκιά μου ακόμα,
γιατί όποτε σε φιλώ
σε φιλάει κι η σκιά μου στο στόμα.
|
Perpatáo sto drómo ki akuo fonés
na mu léne pos ise me állon,
ksenichtáo ke miázun ta vrádia pligés
me trelenun ta gélia ton állon.
Zilevo, zilevo, zilevo,
zilevo ke ti skiá mu akóma,
giatí ópote se filó
se filái ki i skiá mu sto stóma.
S’ agapáo ke ime gia séna trelós
ap’ ti zília mu pos na isicháso,
ke makriá ke kontá su o ídios kaimós
na fováme diarkós mi se cháso.
Zilevo, zilevo, zilevo,
zilevo ke ti skiá mu akóma,
giatí ópote se filó
se filái ki i skiá mu sto stóma.
|