Και μη νομίζεις δεν σε σκέφτηκα και χθες,
μα είναι το αδύνατο που ανθρώπους θα χωρίζει,
και ένα άπιαστο που ανάβει τις φωτιές,
κι από το πλήθος δύο μάτια ξεχωρίζει.
Και μη νομίζεις δεν κοιμήθηκα αγκαλιά,
με μια υπόθεση και ένα πώς θα ήταν,
αν στις ανάσες μας κρυβόντουσαν φιλιά,
κι αν τα εύκολα τα δύσκολα θα ορίζαν.
Πάντα θα πιάνομαι από ένα σ’ αγαπώ,
για να τολμώ να προχωρώ στο παρακάτω,
είναι η καρδιά μου νεογέννητο μωρό,
που πάντα χλώμιαζε στο λίγο του Σαββάτου.
Και μη νομίζεις πως θα είναι υποταγή,
αν πάλι κλείδωσα το θέλω σ’ ένα πρέπει,
είναι το ανέφικτο σαν μια λεπτή κλωστή,
τη μοναξιά τις Κυριακές που δεν αντέχει.
Και μη νομίζεις τα παράθυρα ανοιχτά,
σε ξεγελάνε ότι είναι καλοκαίρι,
μες το χειμώνα μοιάζει η τσέπη με καρδιά,
που πάντα ψάχνει μες το κρύο για ένα χέρι.
Πάντα θα πιάνομαι από ένα σ’ αγαπώ,
για να τολμώ να προχωρώ στο παρακάτω,
είναι η καρδιά μου νεογέννητο μωρό,
που πάντα χλώμιαζε στο λίγο του Σαββάτου.
|
Ke mi nomízis den se skéftika ke chthes,
ma ine to adínato pu anthrópus tha chorízi,
ke éna ápiasto pu anávi tis fotiés,
ki apó to plíthos dío mátia ksechorízi.
Ke mi nomízis den kimíthika agkaliá,
me mia ipóthesi ke éna pós tha ítan,
an stis anáses mas krivóntusan filiá,
ki an ta efkola ta dískola tha orízan.
Pánta tha piánome apó éna s’ agapó,
gia na tolmó na prochoró sto parakáto,
ine i kardiá mu neogénnito moró,
pu pánta chlómiaze sto lígo tu Savvátu.
Ke mi nomízis pos tha ine ipotagí,
an páli klidosa to thélo s’ éna prépi,
ine to anéfikto san mia leptí klostí,
ti monaksiá tis Kiriakés pu den antéchi.
Ke mi nomízis ta paráthira anichtá,
se ksegeláne óti ine kalokeri,
mes to chimóna miázi i tsépi me kardiá,
pu pánta psáchni mes to krío gia éna chéri.
Pánta tha piánome apó éna s’ agapó,
gia na tolmó na prochoró sto parakáto,
ine i kardiá mu neogénnito moró,
pu pánta chlómiaze sto lígo tu Savvátu.
|