Εγώ είμ’ εδώ ανυπόταχτος και παραστρατισμένος,
εγώ δαγκώνω με θυμό της φτώχειας το ψωμί,
νόθος της τέχνης είμ’ εγώ και της ιδέας διωγμένος
από μιαν έγνοια ο νους θολός, δαρμένο το κορμί.
Ο λύχνος μου στης ιερής μελέτης το τραπέζι
σαν ένα νεκροκάντηλο στα μάτια μου αχνοπαίζει
όλα πολέμια κρύα βιβλία, κοντύλια και χαρτιά.
Με καίει κακιά φωτιά.
Εμέ η ζωή μου πλάνεμα και η γέννησή μου λάθος
το λόγο δεν ορέγομαι, δεν ξέρω το ρυθμό
σέρνουν εμένα δυο άλογα, τ’ αράπικο το πάθος
και τ’ αφροστάλαχτο όνειρο μπορεί και στο γκρεμό.
|
Egó im’ edó anipótachtos ke parastratisménos,
egó dagkóno me thimó tis ftóchias to psomí,
nóthos tis téchnis im’ egó ke tis idéas diogménos
apó mian égnia o nus tholós, darméno to kormí.
O líchnos mu stis ierís melétis to trapézi
san éna nekrokántilo sta mátia mu achnopezi
óla polémia kría vivlía, kontília ke chartiá.
Me kei kakiá fotiá.
Emé i zoí mu plánema ke i génnisí mu láthos
to lógo den orégome, den kséro to rithmó
sérnun eména dio áloga, t’ arápiko to páthos
ke t’ afrostálachto óniro bori ke sto gkremó.
|