Καλωσόρισες, βρε Γιώργη, καλωσόρισες
τι χαμπάρια αδελφέ μου, πως τα πέρασες
κάτσε λίγο να σε δούμε, πες τα νέα σου
σύστησέ μας το κορίτσι, τη παρέα σου
Μη λησμόνησες τους φίλους κι άλλους γνώρισες,
καλωσόρισες, βρε Γιώργη, καλωσόρισες
Που βρισκόσουνα, βρε Γιώργη, που βρισκόσουνα
και στα στέκια τα δικά μας δε φαινόσουνα
μήπως με καμιά γυναίκα εμπερδεύτηκες
μήπως έβαλες στεφάνι και παντρεύτηκες
Μες στη γη και σε κατάπιε και χανόσουνα
που βρισκόσουνα, βρε Γιώργη, που βρισκόσουνα
Εγεράσαμε, βρε Γιώργη, εγεράσαμε
σκέψου λίγο τα χρονάκια που περάσαμε
πότε το `να, πότε τ’ άλλο μας αλλάξανε
κι οι καρδιές μας μολαταύτα δεν αλλάξανε
Τι φουρτούνες και τι πίκρες επεράσαμε
εγεράσαμε, βρε Γιώργη, εγεράσαμε
|
Kalosórises, vre Giórgi, kalosórises
ti chabária adelfé mu, pos ta pérases
kátse lígo na se dume, pes ta néa su
sístisé mas to korítsi, ti paréa su
Mi lismónises tus fílus ki állus gnórises,
kalosórises, vre Giórgi, kalosórises
Pu vriskósuna, vre Giórgi, pu vriskósuna
ke sta stékia ta diká mas de fenósuna
mípos me kamiá gineka eberdeftikes
mípos évales stefáni ke pantreftikes
Mes sti gi ke se katápie ke chanósuna
pu vriskósuna, vre Giórgi, pu vriskósuna
Egerásame, vre Giórgi, egerásame
sképsu lígo ta chronákia pu perásame
póte to `na, póte t’ állo mas alláksane
ki i kardiés mas molatafta den alláksane
Ti furtunes ke ti píkres eperásame
egerásame, vre Giórgi, egerásame
|