Αν δεις τον ήλιο μάτια μου
ν’ ανατείλει στη δύση,
αν δεις αστέρια στον ουρανό
κι η νύχτα να μη φωτίσει.
Τότε κι εγώ θα σ’ αρνηθώ
ανάσα μου και φως μου,
λουλούδι μου Μαγιάπριλο
τα δυο σου χείλη δώσ’ μου.
Ο ήλιος εβασίλεψε
στου ορίζοντα τη δύση,
κι ο Αυγερινός ταξίδεψε
την Πούλια να φιλήσει.
Κι εσύ πουλί του δειλινού
στο λιακωτό ανεβαίνεις,
δε σε κρατάει η πόρτα σου,
βγαίνεις και περιμένεις.
|
An dis ton ílio mátia mu
n’ anatili sti dísi,
an dis astéria ston uranó
ki i níchta na mi fotísi.
Tóte ki egó tha s’ arnithó
anása mu ke fos mu,
luludi mu Magiáprilo
ta dio su chili dós’ mu.
O ílios evasílepse
stu orízonta ti dísi,
ki o Avgerinós taksídepse
tin Pulia na filísi.
Ki esí pulí tu dilinu
sto liakotó anevenis,
de se kratái i pórta su,
vgenis ke periménis.
|