Κουμπάρα μου, με τρέλανες με τα καμώματά σου,
θα με πεθάνεις τον φτωχό μ’ αυτά τα πείσματά σου.
Αχ, όπως με κατήντησες, δεν επονεί η καρδιά σου,
σαν το κεράκι μ’ έλιωσες μ’ αυτά τα πείσματά σου.
Έλα, κουμπάρα, πάψε πια και νάζια μη μου κάνεις,
γιατί μ’ αυτά τα πείσματα στον Άδη θα με βάλεις.
Αχ, πες το ναι, κουμπάρα μου, γιατί θα με πεθάνεις,
έλα να ζήσεις με τα με, τον πόνο μου να γιάνεις.
|
Kubára mu, me trélanes me ta kamómatá su,
tha me pethánis ton ftochó m’ aftá ta pismatá su.
Ach, ópos me katíntises, den eponi i kardiá su,
san to keráki m’ élioses m’ aftá ta pismatá su.
Έla, kubára, pápse pia ke názia mi mu kánis,
giatí m’ aftá ta pismata ston Άdi tha me vális.
Ach, pes to ne, kubára mu, giatí tha me pethánis,
éla na zísis me ta me, ton póno mu na giánis.
|