Το λιοκαμένο σου κορμί
το βλέμμα σου τ’ αντρίκιο,
όταν μιλάς για δίκηο
το τρέμουν τα βουνά
Πόσοι αβάστακτοι καημοί
τα στήθια σου βαραίνουν,
ποιες πίκρες σε μαραίνουν
και τι σε τυραννά
Λεβέντη μου, λεβέντη μου
πάρε με στο πλευρό σου,
πάρε με στο πλευρό σου
για να σε κάνω αφέντη μου
να γιάνω τον καημό σου,
να γιάνω τον καημό σου
Αγάπη αν σε λάβωσε
κι αν σε προδώσαν φίλοι,
έλα απ’ τα δυο μου χείλη
να πιεις παρηγοριά
Κι αν τη καρδιά σου σκλάβωσε
κάποιο όνειρο χαμένο,
μαζί σου θα προσμένω
μέχρι τη λησμονιά
|
To liokaméno su kormí
to vlémma su t’ antríkio,
ótan milás gia díkio
to trémun ta vuná
Pósi avástakti kaimi
ta stíthia su varenun,
pies píkres se marenun
ke ti se tiranná
Levénti mu, levénti mu
páre me sto plevró su,
páre me sto plevró su
gia na se káno afénti mu
na giáno ton kaimó su,
na giáno ton kaimó su
Agápi an se lávose
ki an se prodósan fíli,
éla ap’ ta dio mu chili
na piis parigoriá
Ki an ti kardiá su sklávose
kápio óniro chaméno,
mazí su tha prosméno
méchri ti lismoniá
|