Μανώλη πάλι άρχισες, το ούζο να το πίνεις
και μεθυσμένος έρχεσαι, ήσυχη δε μ’ αφήνεις
και μεθυσμένος έρχεσαι, ήσυχη δε μ’ αφήνεις.
Τα σπάζεις όλα ότι βρεις, Μανώλη και φωνάζεις,
μαζεύεται η γειτονιά κι ακόμα μ’ αραδιάζεις,
μαζεύεται η γειτονιά κι ακόμα μ’ αραδιάζεις.
Τι θέλεις και τσακώνεσαι, πες μου που ξεφωνίζεις
και την καρδούλα μου μπεκρή πάντα μου τη ραίζεις
και την καρδούλα μου μπεκρή πάντα μου τη ραίζεις.
Μανώλη κάθισε καλά, γιατί θα μετανιώσεις,
θα βρεις την πόρτα σφαλιστή κι ύστερα θα το νιώσεις,
θα βρεις την πόρτα σφαλιστή κι ύστερα θα το νιώσεις.
|
Manóli páli árchises, to uzo na to pínis
ke methisménos érchese, ísichi de m’ afínis
ke methisménos érchese, ísichi de m’ afínis.
Ta spázis óla óti vris, Manóli ke fonázis,
mazevete i gitoniá ki akóma m’ aradiázis,
mazevete i gitoniá ki akóma m’ aradiázis.
Ti thélis ke tsakónese, pes mu pu ksefonízis
ke tin kardula mu bekrí pánta mu ti rezis
ke tin kardula mu bekrí pánta mu ti rezis.
Manóli káthise kalá, giatí tha metaniósis,
tha vris tin pórta sfalistí ki ístera tha to niósis,
tha vris tin pórta sfalistí ki ístera tha to niósis.
|