Όπου μπαίνω με κοιτούνε
κι όπου κάτσω με κερνούνε,
στο τεκέ και στη ταβέρνα
νταλγκαδιάζουνε με μένα.
Κάτσε Μάρκο μου φωνάζουν
και στα μάτια με κοιτάζουν,
κι όσοι έχουνε σεβντάδες
εγώ τους βάζω με νταλγκάδες.
Βάζω το κεφάλι κάτω
το ποτήρι μου γεμάτο,
άργιλές, κρασί και μπύρα
γεια σου Μάρκο από τη Σύρα.
Κι έτσι όλοι πια μου λένε
μερικούς κάνω και κλαίνε,
σαν χτυπώ διπλοπενιές
που ραΐζουνε καρδιές.
|
Όpu beno me kitune
ki ópu kátso me kernune,
sto teké ke sti tavérna
ntalgkadiázune me ména.
Kátse Márko mu fonázun
ke sta mátia me kitázun,
ki ósi échune sevntádes
egó tus vázo me ntalgkádes.
Oázo to kefáli káto
to potíri mu gemáto,
árgilés, krasí ke bíra
gia su Márko apó ti Síra.
Ki étsi óli pia mu léne
merikus káno ke klene,
san chtipó diplopeniés
pu raΐzune kardiés.
|