Ζω στον κολπίσκο με τους λίγους επισκέπτες,
στο λιμανάκι μου όταν ο άνεμος φυσάει
βρίσκουν απάγκιο σπάνιων κοραλλιών συλλέκτες,
ταξιδευτές που η ζωή δεν τους χωράει.
Σ’ αυτή την έρημη ακτή κοιμάται η Πασιφάη,
μες στα ναυάγια του βυθού, η αγάπη μου η πικρή
που το κλειδί της μοίρας μου στα χέρια της κρατάει.
Καμιά χαρά δεν κάνει ότι ο πόνος στην ψυχή.
Κάποια βραδιά την έφερε εδώ το κύμα,
νεκροί αστερίες λαμπύριζαν στα μαλλιά της.
«Η ομορφιά» κάποιος ψιθύρισε «είναι μνήμα
που αφήνουν δώρα οι ξεχασμένοι της αγάπης».
Αφού στο φως λουζόμουν κάποτε μαζί της
τώρα που της ζωής το σούρουπο πλησιάζει
σε μια σπηλιά που να θυμίζει το κορμί της
θ’ αποσυρθώ και θ’ αγαπήσω το σκοτάδι.
|
Zo ston kolpísko me tus lígus episképtes,
sto limanáki mu ótan o ánemos fisái
vrískun apágkio spánion korallión silléktes,
taksideftés pu i zoí den tus chorái.
S’ aftí tin érimi aktí kimáte i Pasifái,
mes sta nafágia tu vithu, i agápi mu i pikrí
pu to klidí tis miras mu sta chéria tis kratái.
Kamiá chará den káni óti o pónos stin psichí.
Kápia vradiá tin éfere edó to kíma,
nekri asteríes labírizan sta malliá tis.
«I omorfiá» kápios psithírise «ine mníma
pu afínun dóra i ksechasméni tis agápis».
Afu sto fos luzómun kápote mazí tis
tóra pu tis zoís to surupo plisiázi
se mia spiliá pu na thimízi to kormí tis
th’ aposirthó ke th’ agapíso to skotádi.
|