Κι αφού τα φώτα σβήστηκαν
κι αφού η νυχτιά με πρόλαβε
κι αφού η ζωή δε μου ‘δωσε
μια πέτρα ν’ ακουμπήσω
κι αφού είναι τώρα πλέον αργά
κι οι πόρτες όλες κλείσανε,
σαν τους ζητιάνους, κλαίγοντας,
ας μην κοιτάξω πίσω.
Κανένα πλάσμα στη ζωή
κι εμένα δεν μ’ αγάππησε
και τα παιδιά μου βγάζανε
τη γλώσσα, όταν περνούσα,
μα εγώ γελώντας έφευγα,
κρυφή χαρά μου απόμενε,
μέχρι θανάτου ν’ αγαπώ
τα πλάσματα του κόσμου.
Μα εγώ δεν ήμουνα κακός
κι είχα καρδιά σαν θάλασσα
που προκαλεί η γαλήνη της
κι οι κόλποι μου γελούσαν,
μα αν ήταν τ’ άστρα πάνω μου,
πολλά σ’ εμέ δεν φτάνανε
προτού μ’ αγγίξουν τα νερά,
τα φέγγη τους διαθλούσαν ,
προτού μ’ αγγίξουν τα νερά,
τα φέγγη τους διαθλούσαν.
|
Ki afu ta fóta svístikan
ki afu i nichtiá me prólave
ki afu i zoí de mu ‘dose
mia pétra n’ akubíso
ki afu ine tóra pléon argá
ki i pórtes óles klisane,
san tus zitiánus, klegontas,
as min kitákso píso.
Kanéna plásma sti zoí
ki eména den m’ agáppise
ke ta pediá mu vgázane
ti glóssa, ótan pernusa,
ma egó gelóntas éfevga,
krifí chará mu apómene,
méchri thanátu n’ agapó
ta plásmata tu kósmu.
Ma egó den ímuna kakós
ki icha kardiá san thálassa
pu prokali i galíni tis
ki i kólpi mu gelusan,
ma an ítan t’ ástra páno mu,
pollá s’ emé den ftánane
protu m’ angiksun ta nerá,
ta féngi tus diathlusan ,
protu m’ angiksun ta nerá,
ta féngi tus diathlusan.
|