Ανάθεμα τη θάλασσα
που με κρατάει μακριά
μακριά απ’ τα ματάκια σου
που ’ναι στα δάκρυα.
Σύννεφο και βροχή
η δόλια μου η ψυχή
κι εσύ να περιμένεις
τον καημό να λυνοδένεις
από βράδυ σε πρωί.
Σύννεφο και βροχή
η δόλια μου η ψυχή
κι εσύ βουβό τραγούδι
και απότιστο λουλούδι
στο περβάζι μοναχή.
Ανάθεμα τη φτώχεια μας
και την ανημποριά
που ’χτισε το σπιτάκι μας
στην πόρτα του βοριά.
|
Anáthema ti thálassa
pu me kratái makriá
makriá ap’ ta matákia su
pu ’ne sta dákria.
Sínnefo ke vrochí
i dólia mu i psichí
ki esí na periménis
ton kaimó na linodénis
apó vrádi se pri.
Sínnefo ke vrochí
i dólia mu i psichí
ki esí vuvó tragudi
ke apótisto luludi
sto pervázi monachí.
Anáthema ti ftóchia mas
ke tin aniboriá
pu ’chtise to spitáki mas
stin pórta tu voriá.
|