Ξινό κεφάλι και στυφό
όπου σταθώ σε βρίσκω
και ανεβαίνω στα βουνά
να μη σε συναντήσω.
Εκεί που μόνος περπατώ
ποτάμι συναντάω
στην άλλη όχθη απέναντι
στέκει ό,τι αναζητάω.
Παίρνω πέτρες ξεκινώ
γιοφύρι εγώ να στήσω
κι ήρθαν μαστόροι από μακριά
χωρίς να τους ζητήσω.
Του πρωτομάστορα αρνί
της γέφυρας κοκόρι
κι από τη φάβα την καλή
να τρώνε οι μαστόροι.
Τη θολωτή μου γέφυρα
μου τη ζηλεύαν όλοι
και μύθο, πλεκτάνη στήσανε
πως στα θεμέλια έχει κόρη.
Με κλείσανε στη φυλακή
ποιος δικαστής να νιώσει
πως Νάρκισσο θυσίασα
που ‘χει κοράκου γνώση.
Στο μύθο μου που τέλειωσε
το τέλος αρχή θα δώσει
όποιος ζητά θεμέλια
το Νάρκισσο ας σκοτώσει.
|
Ksinó kefáli ke stifó
ópu stathó se vrísko
ke aneveno sta vuná
na mi se sinantíso.
Eki pu mónos perpató
potámi sinantáo
stin álli óchthi apénanti
stéki ó,ti anazitáo.
Perno pétres ksekinó
giofíri egó na stíso
ki írthan mastóri apó makriá
chorís na tus zitíso.
Tu protomástora arní
tis géfiras kokóri
ki apó ti fáva tin kalí
na tróne i mastóri.
Ti tholotí mu géfira
mu ti zilevan óli
ke mítho, plektáni stísane
pos sta themélia échi kóri.
Me klisane sti filakí
pios dikastís na niósi
pos Nárkisso thisíasa
pu ‘chi koráku gnósi.
Sto mítho mu pu téliose
to télos archí tha dósi
ópios zitá themélia
to Nárkisso as skotósi.
|