Η θάλασσα που μοιάζει με τη ζωή
με παρασύρει στο βυθό της,
είναι στον Άδη ένα μαύρο σκυλί
που φυλάει το θησαυρό της.
Εδώ η άμμος έχει βγάλει καρφιά
και τα πουλιά πετάνε στείρα,
έχω τη σκοτεινή μου πλευρά,
ανδρώθηκε από τη μοίρα.
Αδειάζει η πόλη κι εγώ σκαρί
σακατεμένο, να ταξιδέψει δεν μπορεί
κι ο ουρανός δε με βοηθάει,
νεκρός καιρός είναι αυτός που δε φυσάει.
Πώς να σ’ αφήσω να κάνεις μια ευχή,
ούτε ένα αστέρι δε ραγίζει.
Φοβάται μες στην ερημιά να κρυφτεί
ακούω το σκύλο να γαυγίζει.
Εδώ τα βράχια έχουν δόντια κοφτερά,
απάνω αν πέσεις θα σε φάνε,
το μίσος έγινε ανάσα βαριά
που με σπατάλη το σκορπάμε
|
I thálassa pu miázi me ti zoí
me parasíri sto vithó tis,
ine ston Άdi éna mavro skilí
pu filái to thisavró tis.
Edó i ámmos échi vgáli karfiá
ke ta puliá petáne stira,
écho ti skotiní mu plevrá,
andróthike apó ti mira.
Adiázi i póli ki egó skarí
sakateméno, na taksidépsi den bori
ki o uranós de me voithái,
nekrós kerós ine aftós pu de fisái.
Pós na s’ afíso na kánis mia efchí,
ute éna astéri de ragizi.
Fováte mes stin erimiá na krifti
akuo to skílo na gavgizi.
Edó ta vráchia échun dóntia kofterá,
apáno an pésis tha se fáne,
to mísos égine anása variá
pu me spatáli to skorpáme
|