Κλείσε την πόρτα κι έλα ξάπλωσε κοντά μου
άσ’ τα τρελά σου σκύψε δώσ’ μου δυο φιλιά
ρηχό ποτήρι πάει ν’ αδειάσει η καρδιά μου
πιάσ’ την στα χέρια σου και πάρε μια γουλιά.
Σβηστά τα φώτα κι απ’ τις γρίλιες το φεγγάρι
σπίθα απ’ τα μάτια σου φωτίζει το κορμί
το σπίτι είναι με το ζόρι δυομισάρι
κι εγώ σαν ταύρος σε γυαλάδικο με ορμή.
Μα είναι μερικά και πνίγομαι
κάθομαι και ζαλίζομαι
στην αγκαλιά σου να με παίρνεις
πάρε με και κάνε με Θεό
κάψε με και θ’ αναστηθώ
μ’ αρέσει όταν με ξαναθέλεις
Νύχια βελούδινα μα γδέρνουνε την πλάτη
χάδια σαν κάρβουνα που λιώνουν την ψυχή
νάζια γατίσια που με κάνουν πεζοναύτη
απογειώνομαι και κάνω μια ευχή.
Μοιάζει με όνειρο, τσιμπιέμαι να ξυπνήσω
τα δυο σου χείλη μου `χουν πάρει το μυαλό
χαίρομαι που είσαι η αφορμή να ξαναρχίσω
και κολυμπώ μες στου κορμιού σου το μυαλό.
|
Klise tin pórta ki éla ksáplose kontá mu
ás’ ta trelá su skípse dós’ mu dio filiá
richó potíri pái n’ adiási i kardiá mu
piás’ tin sta chéria su ke páre mia guliá.
Svistá ta fóta ki ap’ tis grílies to fengári
spítha ap’ ta mátia su fotízi to kormí
to spíti ine me to zóri diomisári
ki egó san tavros se gialádiko me ormí.
Ma ine meriká ke pnígome
káthome ke zalízome
stin agkaliá su na me pernis
páre me ke káne me Theó
kápse me ke th’ anastithó
m’ arési ótan me ksanathélis
Níchia veludina ma gdérnune tin pláti
chádia san kárvuna pu liónun tin psichí
názia gatísia pu me kánun pezonafti
apogiónome ke káno mia efchí.
Miázi me óniro, tsibiéme na ksipníso
ta dio su chili mu `chun pári to mialó
cherome pu ise i aformí na ksanarchíso
ke kolibó mes stu kormiu su to mialó.
|