Θέλω να πω τα πάθη μου,
για την αιχμαλωσία,
‘κείνα που πέρασα παιδιά,
μες τη Μικρά Ασία.
Αιχμάλωτο με πιάσανε,
οι Τούρκοι και με πάνε,
μ’ άλλους τρακόσιους από με,
στη Μαγνησά μας πάνε.
Εκεί που μας πηγαίνανε
στον δρόμο μας χτυπούσαν,
μια μπανκανότα ένανε
τσ’ αγάδες μας πουλούσαν.
Και οι μισοί που μείναμε,
σαν πρόβατα μας πάνε,
μας λένε πως Γκιαούρηδες
στη Μαγνησά να πάμε.
Στη Μαγνησά που φτάσαμε
οι Μπέηδες προστάζουν,
με τη σειρά μας παίρνουνε
και σαν τραγιά μας σφάζουν.
Δε θέλω πιότερα να πω,
γιατί πολλά θυμίζουν
και τα ματάκια σαν τρελός,
με δάκρυα γιομίζουν.
|
Thélo na po ta páthi mu,
gia tin echmalosía,
‘kina pu pérasa pediá,
mes ti Mikrá Asía.
Echmáloto me piásane,
i Turki ke me páne,
m’ állus trakósius apó me,
sti Magnisá mas páne.
Eki pu mas pigenane
ston drómo mas chtipusan,
mia bankanóta énane
ts’ agádes mas pulusan.
Ke i misi pu miname,
san próvata mas páne,
mas léne pos Gkiaurides
sti Magnisá na páme.
Sti Magnisá pu ftásame
i Béides prostázun,
me ti sirá mas pernune
ke san tragiá mas sfázun.
De thélo piótera na po,
giatí pollá thimízun
ke ta matákia san trelós,
me dákria giomízun.
|