Είμαι βοσκός μες τα δάση γυρνώ,
δίχως αγάπη κι ελπίδα θρηνώ,
σβήνω τον πόνο μου στη φλογέρα,
μα δίχως γέρνω, με νύχτα, μέρα.
Με τη φωνή σου τη γλυκιά,
σβήσε, φλογέρα, κάθε λύπη μυστικιά,
κάθε παλμό και στεναγμό,
σβήσε κάθε πίκρα, κάθε πόνο και καημό.
Μ’ ένα φιλί της μια ωραία βραδιά,
μου ‘δωσ’ ελπίδα κρυφή στην καρδιά,
μ’ άξαφνα μένω στο δάσος μόνο,
με συντροφιά της καρδιάς τον πόνο.
|
Ime voskós mes ta dási girnó,
díchos agápi ki elpída thrinó,
svíno ton póno mu sti flogéra,
ma díchos gérno, me níchta, méra.
Me ti foní su ti glikiá,
svíse, flogéra, káthe lípi mistikiá,
káthe palmó ke stenagmó,
svíse káthe píkra, káthe póno ke kaimó.
M’ éna filí tis mia orea vradiá,
mu ‘dos’ elpída krifí stin kardiá,
m’ áksafna méno sto dásos móno,
me sintrofiá tis kardiás ton póno.
|