Δίπλα από την πόρτα το κλειδί σου
κρέμασα μην τύχει και περνάς
πέφτει η βροχή και θα σκουριάσει
το’ ξερα πως λίγο αγαπάς.
Στ’ όνειρο που έγινε κομμάτια
ψάχνω την αλήθεια σου να βρω
τότε που μου έταζες παλάτια
τώρα που δεν ξέρω πια αν ζω.
Οδηγώ με τα μάτια κλειστά
στις στροφές επικίνδυνου πάθους
το μυαλό μου να παίρνει φωτιά
στους τροχούς που τρυπάν τα καρφιά
του μοιραίου μου λάθους.
Οδηγώ με τα μάτια κλειστά
σωτηρίας το γκάζι σανίδα
μα όσο φεύγω από σένα μακριά
μες στα δίχτυα σου πέφτω ξανά
που μου στήνεις παγίδα.
Έχει απ’ το χρώμα των ματιών σου
όσο χαμηλώνει ο ουρανός
χάθηκα στη δίνη των φιλιών σου
πριν τον καταρράκτη ποταμός.
|
Dípla apó tin pórta to klidí su
krémasa min tíchi ke pernás
péfti i vrochí ke tha skuriási
to’ ksera pos lígo agapás.
St’ óniro pu égine kommátia
psáchno tin alíthia su na vro
tóte pu mu étazes palátia
tóra pu den kséro pia an zo.
Odigó me ta mátia klistá
stis strofés epikíndinu páthus
to mialó mu na perni fotiá
stus trochus pu tripán ta karfiá
tu mireu mu láthus.
Odigó me ta mátia klistá
sotirías to gkázi sanída
ma óso fevgo apó séna makriá
mes sta díchtia su péfto ksaná
pu mu stínis pagida.
Έchi ap’ to chróma ton matión su
óso chamilóni o uranós
cháthika sti díni ton filión su
prin ton katarrákti potamós.
|