Γέρασες και πάντα ελπίζεις,
κρυφό σαράκι ο γυρισμός,
σταμάτησες πια να δακρύζεις,
σκορπιέσαι και ραγίζεις,
άραγε θα `ρθει λυτρωμός;
Είναι η μοίρα της φυλής σου
Οδύσσεια μοίρα να περνάς,
είναι η μοίρα της φυλής σου
για μια Ιθάκη να πονάς.
Χωρίς συντρόφους πια γυρίζεις,
τόσες γενιές υπομονή,
κουράστηκες μα δεν λυγίζεις,
σκύβεις, το χώμα σου αγγίζεις,
επισκέπτης στη δική σου γη.
Είναι η μοίρα της φυλής σου
Οδύσσεια μοίρα να περνάς,
είναι η μοίρα της φυλής σου
για μια Ιθάκη να πονάς.
|
Gerases ke pánta elpízis,
krifó saráki o girismós,
stamátises pia na dakrízis,
skorpiése ke ragizis,
árage tha `rthi litromós;
Ine i mira tis filís su
Odíssia mira na pernás,
ine i mira tis filís su
gia mia Itháki na ponás.
Chorís sintrófus pia girízis,
tóses geniés ipomoní,
kurástikes ma den ligizis,
skívis, to chóma su angizis,
episképtis sti dikí su gi.
Ine i mira tis filís su
Odíssia mira na pernás,
ine i mira tis filís su
gia mia Itháki na ponás.
|