Τα ποιήματα που έζησα στο σώμα σου σωπαίνοντας
θα μου ζητήσουν όταν φύγεις τη φωνή τους.
Τους τρόμους που σου ψέλλιζα ασθμαίνοντας
τη λυπημένη πυρκαγιά της ύπαρξής τους
Και θα ‘ρθουν σαν απόκοσμα φαντάσματα
που αλαφιασμένα θα ζητάνε την τροφή τους.
Κι εγώ καθώς θα τρέμω στα χαλάσματα
θα τα ταΐζω την αλλόκοτη αμοιβή τους.
Τα σκεπάσματα είναι κρύα
κοιταζόμαστε βουβά.
Ό,τι απόμεινε απ’ την ευτυχία
ξεψυχάει στα σκοτεινά.
Όταν θα κοπάσει ο πόθος
και η νύχτα δε θ’ αργεί,
η ζωή θα είναι μόχθος
κι η αγάπη συντριβή.
|
Ta piímata pu ézisa sto sóma su sopenontas
tha mu zitísun ótan fígis ti foní tus.
Tus trómus pu su psélliza asthmenontas
ti lipiméni pirkagiá tis íparksís tus
Ke tha ‘rthun san apókosma fantásmata
pu alafiasména tha zitáne tin trofí tus.
Ki egó kathós tha trémo sta chalásmata
tha ta taΐzo tin allókoti amiví tus.
Ta skepásmata ine kría
kitazómaste vuvá.
Ό,ti apómine ap’ tin eftichía
ksepsichái sta skotiná.
Όtan tha kopási o póthos
ke i níchta de th’ argi,
i zoí tha ine móchthos
ki i agápi sintriví.
|