Την ώρα που όλα τα καμιόνια ξεκινάνε
και παν αργά να μπουν στης πόλης το κορμί
από την κάθε κόγχη βγαίνουμε και πάμε
μες στο τομάρι που βογγά κάθε στιγμή.
Σε ποια γωνιά τούτη την ώρα να σε ψάξω;
Σε ποια γωνιά τούτη την ώρα να σε βρω;
Θέλω με μια γραμμή το δρόμο μου ν’ αλλάξω,
θέλω σαν άνθρωπος κοντά σου να χαρώ.
Πάνω στην κρούστα της βροχής γλιστρούν τα φρένα
και σημαδεύουνε στο πέρασμα γραμμή.
Μπροστά στα μάτια μου όλα είναι άψυχα και ξένα
και γέρνω απάνω στην καρδιά μου που πονεί.
|
Tin óra pu óla ta kamiónia ksekináne
ke pan argá na bun stis pólis to kormí
apó tin káthe kógchi vgenume ke páme
mes sto tomári pu vongá káthe stigmí.
Se pia goniá tuti tin óra na se psákso;
Se pia goniá tuti tin óra na se vro;
Thélo me mia grammí to drómo mu n’ allákso,
thélo san ánthropos kontá su na charó.
Páno stin krusta tis vrochís glistrun ta fréna
ke simadevune sto pérasma grammí.
Brostá sta mátia mu óla ine ápsicha ke kséna
ke gérno apáno stin kardiá mu pu poni.
|