Στους άγιους καφενέδες
μεράκλωσε η ζωή,
μας πήρε σαν τραγούδι
του κόσμου η βοή.
Στο Μόλυβο μια μέρα
φρεσκάρισε ο καιρός,
θολώσαν τα νεράκια,
φουρτούνιασε ο χορός.
Οι μουσικές βροντούσαν
κι αστράφταν οι καρδιές.
Πλημμύρα τα ποτήρια,
μελτέμια οι μυρωδιές.
Ετρίζανε τα στήθια
και πάφλαζε ο ντουνιάς,
τα χνώτα κι οι ανάσες,
αγέρι η καταχνιά.
Στους άγιους καφενέδες
μεράκλωσε η ζωή,
ο ίδρωτάς μας ούζο,
νοτιάς η αναπνοή.
Στο Μόλυβο μια μέρα
φρεσκάρισε ο καιρός,
κι ο χρόνος, τα ρολόγια
της θάλασσας αφρός.
Διψούσε η ψυχή μας,
φουσκώσαν τα πανιά
και τ’ άστρα απ’ το μεθύσι
λαμπάκια στα σχοινιά.
Ζωγραφιστό σε κάδρο
καράβι αλλοτινό
μας πήρε για ταξίδι
σε κύμα κι ουρανό.
|
Stus ágius kafenédes
meráklose i zoí,
mas píre san tragudi
tu kósmu i voí.
Sto Mólivo mia méra
freskárise o kerós,
tholósan ta nerákia,
furtuniase o chorós.
I musikés vrontusan
ki astráftan i kardiés.
Plimmíra ta potíria,
meltémia i mirodiés.
Etrízane ta stíthia
ke páflaze o ntuniás,
ta chnóta ki i anáses,
agéri i katachniá.
Stus ágius kafenédes
meráklose i zoí,
o ídrotás mas uzo,
notiás i anapnoí.
Sto Mólivo mia méra
freskárise o kerós,
ki o chrónos, ta rológia
tis thálassas afrós.
Dipsuse i psichí mas,
fuskósan ta paniá
ke t’ ástra ap’ to methísi
labákia sta schiniá.
Zografistó se kádro
karávi allotinó
mas píre gia taksídi
se kíma ki uranó.
|