Μέσα στη Σύρα μια μικρή
κουκλίτσα, νοστιμούλα,
μες στην καρδιά με πλήγωσε
και μου τα πήρε ούλα.
Σαν τα λουκούμια, ολόγλυκα
ήταν τα δυο της μάτια
σαν με κοιτούσε μ’ έσφαζε
και μ’ έκανε κομμάτια.
Όταν την είδα τα ‘χασα,
δεν ήξερα τι κάνω,
μαράθηκα σαν το δεντρί
κι έπεσα να πεθάνω.
Με σκλάβωσε, με τρέλανε,
μου πήρε τα μυαλά μου
και μ’ άφησε παντοτινή
φωτιά μες στην καρδιά μου,
και μ’ άφησε παντοτινή
φωτιά μες στην καρδιά μου.
|
Mésa sti Síra mia mikrí
kuklítsa, nostimula,
mes stin kardiá me plígose
ke mu ta píre ula.
San ta lukumia, ológlika
ítan ta dio tis mátia
san me kituse m’ ésfaze
ke m’ ékane kommátia.
Όtan tin ida ta ‘chasa,
den íksera ti káno,
maráthika san to dentrí
ki épesa na petháno.
Me sklávose, me trélane,
mu píre ta mialá mu
ke m’ áfise pantotiní
fotiá mes stin kardiá mu,
ke m’ áfise pantotiní
fotiá mes stin kardiá mu.
|