Η γυναίκα π’ αγαπούσα
που γι αυτή στον κόσμο ζούσα
και θυσιαζόμουνα,
την αγάπη μας την τόση
πως μπορούσε να προδώσει
δεν το φανταζόμουνα.
Κι όμως απόψε όλα μου τα γκρέμισε
και την καρδιά μου με φαρμάκι γέμισε,
πικρό φαρμάκι γέμισε.
Λες και θύμα μου έχε γίνει
και της είχα εμπιστοσύνη
κι ήσυχος κοιμόμουνα
να πιστέψω μ’ είχε κάνει
πως μπορούσε να πεθάνει
αν την απαρνιόμουνα.
Κι όμως απόψε όλα μου τα γκρέμισε
και την καρδιά μου με φαρμάκι γέμισε,
πικρό φαρμάκι γέμισε.
Τα κλειδιά της μου ‘χε δώσει
και στο σπίτι πριν νυχτώσει
με χαρά ερχόμουνα
κι ότι στην καρδιά την ίδια
θα `χε κι άλλος αντικλείδια
δεν το φανταζόμουνα.
|
I gineka p’ agapusa
pu gi aftí ston kósmo zusa
ke thisiazómuna,
tin agápi mas tin tósi
pos boruse na prodósi
den to fantazómuna.
Ki ómos apópse óla mu ta gkrémise
ke tin kardiá mu me farmáki gémise,
pikró farmáki gémise.
Les ke thíma mu éche gini
ke tis icha ebistosíni
ki ísichos kimómuna
na pistépso m’ iche káni
pos boruse na petháni
an tin aparniómuna.
Ki ómos apópse óla mu ta gkrémise
ke tin kardiá mu me farmáki gémise,
pikró farmáki gémise.
Ta klidiá tis mu ‘che dósi
ke sto spíti prin nichtósi
me chará erchómuna
ki óti stin kardiá tin ídia
tha `che ki állos antiklidia
den to fantazómuna.
|