Έχε το νου σου μάτια μου παραφυλούν βοριάδες
έχε το νου σου μάτια μου κλείσε τις χαραμάδες
Χτίσε μου πάλι μια αγκαλιά και κρύψε το κορμί μου
κι από τα δώρα διάλεξε και πάρε την ψυχή μου
Που πάει, θα `ρθει η άνοιξη
καλή κυρά κι αφέντρα
ν’ ανθίσει τα δυο χέρια μου
σαν τα κλαδιά στα δέντρα
Θα σου κουρσέψω τη ματιά
και θα την κάνω χάντρα
να την κρεμάσω φυλαχτό
στου έρωτα τη μάντρα
Μα ζήλεψε κι ο άνεμος λυγάει τα κυπαρίσσια
μα μόνο εμένανε όπως θες να του το πεις στα ίσια
Φουρτούνιασε κι η θάλασσα παλεύει τα καράβια
μα εγώ για πάντα άραξα μες στα δικά σου χάδια
|
Έche to nu su mátia mu parafilun voriádes
éche to nu su mátia mu klise tis charamádes
Chtíse mu páli mia agkaliá ke krípse to kormí mu
ki apó ta dóra diálekse ke páre tin psichí mu
Pu pái, tha `rthi i ániksi
kalí kirá ki aféntra
n’ anthísi ta dio chéria mu
san ta kladiá sta déntra
Tha su kursépso ti matiá
ke tha tin káno chántra
na tin kremáso filachtó
stu érota ti mántra
Ma zílepse ki o ánemos ligái ta kiparíssia
ma móno eménane ópos thes na tu to pis sta ísia
Furtuniase ki i thálassa palevi ta karávia
ma egó gia pánta áraksa mes sta diká su chádia
|