Με πιάσανε Σαρακηνοί
και με πουλούν Αγαρηνοί
για τον καημό μου εκείνο
κι από τη δίψα την πολλή
και δηλητήριο και χολή
μου δίνουν και το πίνω
Στα σίδερα και στα στενά
στ’ αμπάρια και στα σκοτεινά
μ’ αφήνουν διψασμένο
μα εγώ στη θάλασσα μιλώ
απ’ το κατάρτι το ψηλό
που μ’ έχουν κρεμασμένο
Στο ύπνο μου κληματαριά
φυτρώνει στην ανηφοριά
και δίπλα σε πηγάδι
και με κρατούν Σαρακηνοί
και με πουλούν Αγαρηνοί
στις γειτονιές το βράδυ
|
Me piásane Sarakini
ke me pulun Agarini
gia ton kaimó mu ekino
ki apó ti dípsa tin pollí
ke dilitírio ke cholí
mu dínun ke to píno
Sta sídera ke sta stená
st’ abária ke sta skotiná
m’ afínun dipsasméno
ma egó sti thálassa miló
ap’ to katárti to psiló
pu m’ échun kremasméno
Sto ípno mu klimatariá
fitróni stin aniforiá
ke dípla se pigádi
ke me kratun Sarakini
ke me pulun Agarini
stis gitoniés to vrádi
|