Έρημες κι άδειες οι πλατείες
τα καταστήματα κλειστά
Θεέ μου, σαν πόσες αμαρτίες
του ανθρώπου η μοίρα σου χρωστά.
όλοι τραβούν στην αγορά
κι οι ρήτορες απ’ το μπαλκόνι
ποτίζουν τις ψυχές μ’ αφιόνι
και κόβουν χέρια και φτερά.
Πότε θα βγει να σκούξει κάποιος:
Αυτός ο κόσμος είναι σάπιος!
Άλλοι κοιτάν αριστερά
κι άλλοι δεξιά γυρνάν το μάτι
και περιμένουν όλοι κάτι
σαν στρατιωτάκια στη σειρά.
Και προχωρούν κι οι ποιητές
με χρώματα και ουράνια τόξα
να μοιραστούνε λίγη δόξα
με του λαού τους μαυλιστές.
|
Έrimes ki ádies i platies
ta katastímata klistá
Theé mu, san póses amartíes
tu anthrópu i mira su chrostá.
óli travun stin agorá
ki i rítores ap’ to balkóni
potízun tis psichés m’ afióni
ke kóvun chéria ke fterá.
Póte tha vgi na skuksi kápios:
Aftós o kósmos ine sápios!
Άlli kitán aristerá
ki álli deksiá girnán to máti
ke periménun óli káti
san stratiotákia sti sirá.
Ke prochorun ki i piités
me chrómata ke uránia tóksa
na mirastune lígi dóksa
me tu lau tus mavlistés.
|