Γύρω μου ζητώ ένα χέρι, ένα χέρι,
να με σφίξει, να το σφίξω,
άνδρες και παιδιά και γέροι
το τραβούν, ας τους αγγίξω,
ένας τον άλλον δεν ξέρει.
Πόσο οι άνθρωποι είναι μόνοι,
πόσο οι άνθρωποι είναι μόνοι,
σαν ο φόβος τους ενώνει,
σαν ο φόβος τους ενώνει.
Τα ματάκια μου κλειδώνω
και στην άβυσσο απολιέμαι,
με είδε φόβο, μα είδε πόνο, μα είδε πόνο,
νιώθω πια και συλλογιέμαι
τι πολύ μακριά ξαπλώνω.
Αν η τύχη μας φυλάξει,
αν η τύχη μας φυλάξει,
μοναχά ο οχτρός θ’ αλλάξει,
μοναχά ο οχτρός θ’ αλλάξει.
|
Giro mu zitó éna chéri, éna chéri,
na me sfíksi, na to sfíkso,
ándres ke pediá ke géri
to travun, as tus angikso,
énas ton állon den kséri.
Póso i ánthropi ine móni,
póso i ánthropi ine móni,
san o fóvos tus enóni,
san o fóvos tus enóni.
Ta matákia mu klidóno
ke stin ávisso apoliéme,
me ide fóvo, ma ide póno, ma ide póno,
niótho pia ke sillogiéme
ti polí makriá ksaplóno.
An i tíchi mas filáksi,
an i tíchi mas filáksi,
monachá o ochtrós th’ alláksi,
monachá o ochtrós th’ alláksi.
|