Είναι κάτι στιγμές,
τρυφερές και λεπτές,
σαν κλωστές τυλιγμένες σ’ αδράχτι,
σε γυρνούν απαλά,
σε μεθούν σιωπηρά,
σε γεμίζουν με πείσμα και άχτι.
Για όλα αυτά που ζητάς,
για πολλά που πονάς,
για το τίποτε μιας ευτυχίας
και γυρνάς σαν τρελός,
του καθρέφτη εαυτός,
θύμα θύτης κακής συγκυρίας.
Πλημμυρίζουν το χθες
μαγεμένες σκιές,
που ξοπίσω μου γράφουν τροχιά,
με κρατούνε θαρρώ
σαν αλήθειες παλιές
σε λαβύρινθο δέσμιο βαθιά.
Είναι κάτι στιγμές,
σα μικρές πινελιές
ζωγραφιάς που δεν έχει τελειώσει,
λείπουν λίγα ακριβά
των χρωμάτων νερά,
για να δώσουν του τόπου τη γνώση.
Για τους κήπους της γης,
για το ροζ της αυγής,
για το κύμα που απόμεινε μόνο
να χαϊδεύει με αφρούς
τους πικρούς μας καημούς
και να διώχνει της πίκρας τον πόνο.
|
Ine káti stigmés,
triferés ke leptés,
san klostés tiligménes s’ adráchti,
se girnun apalá,
se methun siopirá,
se gemízun me pisma ke áchti.
Gia óla aftá pu zitás,
gia pollá pu ponás,
gia to típote mias eftichías
ke girnás san trelós,
tu kathréfti eaftós,
thíma thítis kakís sigkirías.
Plimmirízun to chthes
mageménes skiés,
pu ksopíso mu gráfun trochiá,
me kratune tharró
san alíthies paliés
se lavírintho désmio vathiá.
Ine káti stigmés,
sa mikrés pineliés
zografiás pu den échi teliósi,
lipun líga akrivá
ton chromáton nerá,
gia na dósun tu tópu ti gnósi.
Gia tus kípus tis gis,
gia to roz tis avgís,
gia to kíma pu apómine móno
na chaidevi me afrus
tus pikrus mas kaimus
ke na dióchni tis píkras ton póno.
|