Μέσα στου σπιτιού τη σάλα
τα καράβια σου περνούσαν
ταξιδιώτες άλλου κόσμου
τρυφερά μας χαιρετούσαν
Έριχναν την άγκυρά τους
μέσα στην τραπεζαρία
για να κατεβούν εκείνοι
που δεν είχαν ιστορία
Μέσα στου σπιτιού τη σάλα
δυο στρατοί μονομαχούσαν
τ’ άλογά τους με το χιόνι
κι οι στρατιώτες τραγουδούσαν
Μες στο αίμα μες στη θλίψη
κάτω απ’ τις παλιές τις σκάλες
άναβαν φωτιές μεγάλες
κι έστηναν παντού κρεμάλες
Μέσα στου σπιτιού τη σάλα
άπλωνες τα νυφικά σου
κι είχες βάζα δυο οβίδες
για τα ροζ χρυσάνθεμά σου
Μέσα στου σπιτιού τη σάλα
σαν το κλάμα μαντολίνου
άκουσες απ’ τα καράβια
και το σήμα του κινδύνου
Ένας άρρωστος αιώνας
τρέχει δίχως περηφάνια
τα καράβια είναι των άλλων
και των άλλων τα λιμάνια
|
Mésa stu spitiu ti sála
ta karávia su pernusan
taksidiótes állu kósmu
triferá mas cheretusan
Έrichnan tin ágkirá tus
mésa stin trapezaría
gia na katevun ekini
pu den ichan istoría
Mésa stu spitiu ti sála
dio strati monomachusan
t’ álogá tus me to chióni
ki i stratiótes tragudusan
Mes sto ema mes sti thlípsi
káto ap’ tis paliés tis skáles
ánavan fotiés megáles
ki éstinan pantu kremáles
Mésa stu spitiu ti sála
áplones ta nifiká su
ki iches váza dio ovídes
gia ta roz chrisánthemá su
Mésa stu spitiu ti sála
san to kláma mantolínu
ákuses ap’ ta karávia
ke to síma tu kindínu
Έnas árrostos eónas
tréchi díchos perifánia
ta karávia ine ton állon
ke ton állon ta limánia
|