Μ’ ένα κομμάτι ουρανό
ανάμεσα από το μπετόν
και πίσω απ’ την αιθαλομίχλη
η πόλη δε με ρώτησε
τα πονηρά μου αρρώστησε
κι όλο τα δόντια της μου δείχνει.
Στου συνεργείου τις σκουριές
το τραύμα μου διαμπερές
τις Κυριακές μου δεν τις είδα,
οι γκόμενες ιλουστρασιόν
κι εγώ ζητάω πρηνηδόν
την σωτηρία στη σανίδα.
Όταν θολά μάτια και κίτρινα
στις παρυφές των λεωφόρων εντοπισμένος
τα όνειρά μου σελοφάν λαμέ και τσίγκινα
μες στην προ κατ ελευθερία μου φυλακισμένος.
Στο τσιμεντένιο μου κλουβί
τα δυο χιλιάδες μου γιατί
τα γραμμένα μου αχνάρια,
έφτασα ως τα είκοσι τρία
σαν φορτηγό χωρίς πορεία
και με σβησμένα τα φανάρια.
Μου έγινες πρωτεύουσα
ένας βραχνάς μια τρέμουσα,
ε, δε σου ξαναπληρώνω νοίκι.
Στη μοναξιά της εθνικής
με τους παλμούς της μηχανής
με περιμένεις σαν το νοίκι.
Όταν θολά μάτια και κίτρινα
στις παρυφές των λεωφόρων εντοπισμένος
τα όνειρά μου σελοφάν λαμέ και τσίγκινα
μες στην προ κατ ελευθερία μου φυλακισμένος.
|
M’ éna kommáti uranó
anámesa apó to betón
ke píso ap’ tin ethalomíchli
i póli de me rótise
ta ponirá mu arróstise
ki ólo ta dóntia tis mu dichni.
Stu sinergiu tis skuriés
to trafma mu diaberés
tis Kiriakés mu den tis ida,
i gkómenes ilustrasión
ki egó zitáo prinidón
tin sotiría sti sanída.
Όtan tholá mátia ke kítrina
stis parifés ton leofóron entopisménos
ta ónirá mu selofán lamé ke tsígkina
mes stin pro kat elefthería mu filakisménos.
Sto tsimenténio mu kluví
ta dio chiliádes mu giatí
ta gramména mu achnária,
éftasa os ta ikosi tría
san fortigó chorís poria
ke me svisména ta fanária.
Mu égines protevusa
énas vrachnás mia trémusa,
e, de su ksanapliróno niki.
Sti monaksiá tis ethnikís
me tus palmus tis michanís
me periménis san to niki.
Όtan tholá mátia ke kítrina
stis parifés ton leofóron entopisménos
ta ónirá mu selofán lamé ke tsígkina
mes stin pro kat elefthería mu filakisménos.
|