Ωραίος τόπος, όμορφη γη,
απ’ το σκοτάδι βγαίνει ζωή.
Αχ, στο παιχνίδι του παιδιού,
η μάνα γνέφει του καιρού.
Πού φτάνει σήμερα η ματιά,
στο βάθος, πίσω στα παλιά.
Κι όταν περάσεις τη γραμμή,
τότε ζητάς να βρεις το τόδε τι.
Μες στο ταξίδι της ψυχής,
συνοδοιπόρος και γητευτής.
Φίλος ο πόνος, ο πιο μεγάλος,
σαν της αγάπης δεν είναι άλλος.
Άσε το δρόμο να σε πηγαίνει,
κι εκεί που θέλει να σε μαθαίνει.
Και έχει γλύκα που δε θυμάσαι
και για κανένα μη φοβάσαι.
|
Oreos tópos, ómorfi gi,
ap’ to skotádi vgeni zoí.
Ach, sto pechnídi tu pediu,
i mána gnéfi tu keru.
Pu ftáni símera i matiá,
sto váthos, píso sta paliá.
Ki ótan perásis ti grammí,
tóte zitás na vris to tóde ti.
Mes sto taksídi tis psichís,
sinodipóros ke giteftís.
Fílos o pónos, o pio megálos,
san tis agápis den ine állos.
Άse to drómo na se pigeni,
ki eki pu théli na se matheni.
Ke échi glíka pu de thimáse
ke gia kanéna mi fováse.
|