Κελεμπεκένιος μπαγλαμάς
γλιστρά σε χέρια μόρτη
που έφτασε στον τόπο μου
με δίχως πασαπόρτι.
Ανατριχιάζουν τα κορμιά
στενάζουνε τα στήθη
σκάρτη που είναι η ζωή
πικρή που είν` η αλήθεια.
Είν` η ζωή μια δρασκελιά
δυο απλοχεριές η νιότη
στης θάλασσας την αγκαλιά
στου βράχου την απόχη.
Τα καρδιοχτύπια της ζωής
αναπαμό δεν έχουν
πισθάγκωνα μας δένουνε
και στον γκρεμό μας τρέχουν.
Του μετανάστη τ` όνειρο
χαγιάτι από χαρτόνι
κήπος που παίζει ένα παιδί
ρούχο που δεν παλιώνει.
|
Kelebekénios baglamás
glistrá se chéria mórti
pu éftase ston tópo mu
me díchos pasapórti.
Anatrichiázun ta kormiá
stenázune ta stíthi
skárti pu ine i zoí
pikrí pu in` i alíthia.
In` i zoí mia draskeliá
dio aplocheriés i nióti
stis thálassas tin agkaliá
stu vráchu tin apóchi.
Ta kardiochtípia tis zoís
anapamó den échun
pisthágkona mas dénune
ke ston gkremó mas tréchun.
Tu metanásti t` óniro
chagiáti apó chartóni
kípos pu pezi éna pedí
rucho pu den palióni.
|