Βρέθηκα μετά το χωρισμό
στο σταθμό, στο βαγόνι μου
μια ζωή σε μια αποσκευή
τα νεκρά όνειρά μου
ξάφνου εκεί μες στο συνωστισμό
μια φωνή τόσο γνώριμη
μια φωνή που γίνεται κραυγή
καθώς λέει τ’ όνομά μου
και το τρένο ξεκίνησε
και ‘συ πάλι μακριά μου
Κι ήθελα τόσα να σου πω
πως σ’ αγαπώ να σου φωνάξω
αχ να μπορούσα μια ζωή
σε μια στιγμή να την αλλάξω
και έγραψα το σ’ αγαπώ στο τζάμι
και μόλις σε είδα που δάκρυσες
έτρεχε το δάκρυ μου ποτάμι
γιατί καρδιά μου άργησες
Τρέχουνε οι πόλεις κι οι σταθμοί
μα εσύ πάντα πλάι μου
βλέπω την μορφή σου, μου μιλάς
σα βροχή, σαν αέρας
θέλω να κατέβω στη στροφή
μα η φωνή μου σκορπίζεται
θέλω να κατέβω στη στροφή
δε μ’ ακούει κανένας
και το τρένο πια χάνεται
σαν το φως μιας ημέρας.
|
Oréthika metá to chorismó
sto stathmó, sto vagóni mu
mia zoí se mia aposkeví
ta nekrá ónirá mu
ksáfnu eki mes sto sinostismó
mia foní tóso gnórimi
mia foní pu ginete kravgí
kathós léi t’ ónomá mu
ke to tréno ksekínise
ke ‘si páli makriá mu
Ki íthela tósa na su po
pos s’ agapó na su fonákso
ach na borusa mia zoí
se mia stigmí na tin allákso
ke égrapsa to s’ agapó sto tzámi
ke mólis se ida pu dákrises
étreche to dákri mu potámi
giatí kardiá mu árgises
Tréchune i pólis ki i stathmi
ma esí pánta plái mu
vlépo tin morfí su, mu milás
sa vrochí, san aéras
thélo na katévo sti strofí
ma i foní mu skorpízete
thélo na katévo sti strofí
de m’ akui kanénas
ke to tréno pia chánete
san to fos mias iméras.
|