Σαν άδεια τρένα σέρνονται
λόγια, βιβλία κι αριθμοί
έρχομαι κατά δω για λίγο
μια υπόθεσή μου να τελειώσω και να φύγω
Ξαπλώνω στο κατάστρωμα
πέφτει μια ήσυχη βροχή
ήσυχη σαν θλιμμένη κούκλα
σαν στοιχειωμένη στα πανιά και στα βαρούλκα
Βυθίζω με τ’ αριστερό
ένα μαχαίρι στο νερό
τι να ‘ναι αυτό που με κουρντίζει
για ποιο παιχνίδι τη ζωή μου προορίζει
|
San ádia tréna sérnonte
lógia, vivlía ki arithmi
érchome katá do gia lígo
mia ipóthesí mu na telióso ke na fígo
Ksaplóno sto katástroma
péfti mia ísichi vrochí
ísichi san thlimméni kukla
san stichioméni sta paniá ke sta varulka
Oithízo me t’ aristeró
éna macheri sto neró
ti na ‘ne aftó pu me kurntízi
gia pio pechnídi ti zoí mu proorízi
|