Ήρθε ξανά το βράδυ και μόνος περπατώ
γκρίζο το μονοπάτι το βήμα μου αργό
ανάβω ένα τσιγάρο στο στόμα μου πικρό
και μέσα στον καπνό του σε φέρνω πάλι εδώ
Έρχεσαι πλάι μου σαν να μην έφυγες
το άσπρο φουστάνι που σου χάρισα φοράς
μέσα στο χέρι μου γλιστράς το χέρι σου
πάνω μου σκύβεις και τα χείλη μου φιλάς
Ύστερα χάνεσαι σαν να μην έζησες
όμως το άρωμα μυρίζω που αγαπάς
πάνω στα χέρια μου και μες το σώμα μου
αίμα το άρωμα και μέσα μου κυλάς
και μέσα μου κυλάς
Μια χούφτα φως γυρεύω τα μάτια σου να δω
σαν να ’σαι η πατρίδα που χρόνια λαχταρώ
κλείνω σφιχτά τα μάτια μήπως σ’ ονειρευτώ
δώσ’ μου μικρό μου αστέρι μια στάλα ουρανό
|
Ήrthe ksaná to vrádi ke mónos perpató
gkrízo to monopáti to víma mu argó
anávo éna tsigáro sto stóma mu pikró
ke mésa ston kapnó tu se férno páli edó
Έrchese plái mu san na min éfiges
to áspro fustáni pu su chárisa forás
mésa sto chéri mu glistrás to chéri su
páno mu skívis ke ta chili mu filás
Ύstera chánese san na min ézises
ómos to ároma mirízo pu agapás
páno sta chéria mu ke mes to sóma mu
ema to ároma ke mésa mu kilás
ke mésa mu kilás
Mia chufta fos girevo ta mátia su na do
san na ’se i patrída pu chrónia lachtaró
klino sfichtá ta mátia mípos s’ onireftó
dós’ mu mikró mu astéri mia stála uranó
|