Άσφαλτος υγρή, χειμωνιάτικη.
Από όπου πέρασα έμεινα ξένη.
Άσφαλτος λερωμένη κι άχρηστη
μα εσύ θυμάμαι φορούσες φτερά.
Ναι αλλά πότε;
Στα όνειρά μου μάλλον, στα όνειρά μου, ναι.
Κι ίσως, ακόμα πιο παλιά.
Οπτικές ίνες, διαδικτυακές σιωπές,
μας ένωναν και μας χώριζαν.
Συνήθισα την απουσία.
Συνήθισα το ψυχρό γαλάζιο σου φως.
Έπειτα άρχισα να σου μοιάζω
κατέστρεφα τον εαυτό μου για σένα.
Μετά
τον κατέστρεφα μόνο για μένα.
Ώσπου μια μέρα άνοιξες την πόρτα καί μπήκες.
Χωρίς φτερά,
χωρίς αποσκευές,
χωρίς αγάπη
μ’ ένα τεράστιο παγωμένο φεγγάρι
στο δεξί σου ώμο.
Το `ξερα.
έτσι ξαφνικά θα `ρχόσουν
από δρόμους αχάρακτους ακόμα.
Ήρθες
κι έμεινες ξένος.
Ξένος.
Ακατανόητα λόγια, παρεξηγημένες σιωπές, κοφτές ανάσες
ήρθαν και πάγωσαν,
γίναν χαλίκια, κύλισαν κάτω.
Ο έρωτας μου, μαύρη λιωμένη πίσσα,
κύλησε πάνω τους,
τα σκέπασε.
Ανάμεσά μας άσφαλτος
πού ολοένα μακραίνει,
από τότε.
Άσφαλτος που γυαλίζει και σκίζει τη ζωή μου στα δύο.
Σου την έχω στημένη.
Αν διαλέξεις το δρόμο αυτό,
ούτε εδώ,
ούτε εκεί θα με βρεις.
Θα σαι πάντα ανάμεσα,
κι εγώ,
πάντοτε ξένη.
|
Άsfaltos igrí, chimoniátiki.
Apó ópu pérasa émina kséni.
Άsfaltos leroméni ki áchristi
ma esí thimáme foruses fterá.
Ne allá póte;
Sta ónirá mu mállon, sta ónirá mu, ne.
Ki ísos, akóma pio paliá.
Optikés ínes, diadiktiakés siopés,
mas énonan ke mas chórizan.
Siníthisa tin apusía.
Siníthisa to psichró galázio su fos.
Έpita árchisa na su miázo
katéstrefa ton eaftó mu gia séna.
Metá
ton katéstrefa móno gia ména.
Ώspu mia méra ánikses tin pórta ke bíkes.
Chorís fterá,
chorís aposkevés,
chorís agápi
m’ éna terástio pagoméno fengári
sto deksí su ómo.
To `ksera.
étsi ksafniká tha `rchósun
apó drómus acháraktus akóma.
Ήrthes
ki émines ksénos.
Ksénos.
Akatanóita lógia, pareksigiménes siopés, koftés anáses
írthan ke págosan,
ginan chalíkia, kílisan káto.
O érotas mu, mavri lioméni píssa,
kílise páno tus,
ta sképase.
Anámesá mas ásfaltos
pu oloéna makreni,
apó tóte.
Άsfaltos pu gialízi ke skízi ti zoí mu sta dío.
Su tin écho stiméni.
An dialéksis to drómo aftó,
ute edó,
ute eki tha me vris.
Tha se pánta anámesa,
ki egó,
pántote kséni.
|