Εδώ ξυπνούν τα όνειρα
βαρκούλες π’ αρμενίζουν
και κατεβαίνουν στο γιαλό
και οι καρδιές ραγίζουν.
Εδώ ασβεστώνει η θάλασσα
τα σκοτεινά της χείλη
τα χείλη που σφαλίσανε
σημάδι δεν αφήνει.
Κι εμένα η ψυχούλα μου
βαρκούλα στο μπουγάζι
ρωτάει το κύμα που περνά
ποιο κύμα σ’ έχει πάρει.
Ρωτάει το κύμα που περνά
ποιο κύμα σε τυλίγει
στεφάνι ρίχνει στα νερά
κι απ’ το νοτιά νοτίζει.
Εδώ ο πόνος δε μετρά
κανείς δεν τον ορίζει
μπαίνει μπροστά η κάμερα
κι αυτή τον μαγαρίζει.
Εδώ καράβι χάθηκε
που χάθηκες χαρά μου
και σε μπουγάζια βρώμικα
μουσκεύουν τα όνειρα μου.
|
Edó ksipnun ta ónira
varkules p’ armenízun
ke katevenun sto gialó
ke i kardiés ragizun.
Edó asvestóni i thálassa
ta skotiná tis chili
ta chili pu sfalísane
simádi den afíni.
Ki eména i psichula mu
varkula sto bugázi
rotái to kíma pu perná
pio kíma s’ échi pári.
Rotái to kíma pu perná
pio kíma se tilígi
stefáni ríchni sta nerá
ki ap’ to notiá notízi.
Edó o pónos de metrá
kanis den ton orízi
beni brostá i kámera
ki aftí ton magarízi.
Edó karávi cháthike
pu cháthikes chará mu
ke se bugázia vrómika
muskevun ta ónira mu.
|