Εμείς, του ’60 οι εκδρομείς,
απόμακροι εξ αρχής
εκτός παραδομένου κόσμου εμείς,
ανήλικοι διαρκώς,
μα κι απ’ το καθεστώς
αμόλυντοι ευτυχώς, εμείς.
Εμείς, μιας δίψυχης ωδής
παράλογα ανοιχτής,
με συμπεριφορές ανατροπής,
και της βαθιάς μας ζωής
της συντηρητικής,
εμείς οι εκκρεμείς.
Χρονιές, με αίμα και φωτιές
και Χούντας κι Ιουλιανές,
και της μεταπολίτευσης φωνές,
αυτού του συρφετού,
του δημοκρατικού
του νέου εγωισμού, εμείς.
Εμείς, υπόγειας διαδρομής,
το ’83 παχείς,
με “Τραπεζάκια Έξω” ευτυχείς,
σε κύμα ξαφνικό, στο “Ολυμπιακό”,
στο απόλυτο κενό.
Ο ιερέας χρυσώ κεκοσμημένος,
η κιμωλία, οι συλλαβές, ο δάσκαλος Φωτίου
κι ο στρατιώτης ακίνητος
και μόνο αυτός ο ήχος σημαίας και ιστίου.
Εδώ η μνήμη έχει ένα κενό.
Πώς αποσχηματίσθη αίφνης;
Υπνώθη σε καρέκλα σωματείου
ή πήγε και απετάγη;
Η μνήμη κρυπτοελογοτομήθη.
Πώς σκέπττονται οι άλλοι;
Όπως νομίζουν το σκότος
δε χρεώνεται αλλού.
Τι φταίνε τώρα οι μαύροι κυβερνώντες,
τα “Κάππα”, τα “ΠΑΣΟΚ” και τα “Νου Δου;”
Εμείς το εμφυσήσαμε το νέφος
που εντός του επωάσθηκαν όλοι αυτοί,
εμείς με τις αιώνιες τις δυσθυμίες μας
με το κενό και με το αμφισβητώ
σαν πετρωμένοι μέσα στο καθιστικό
να ζεις τον θάνατό σου,
για τους άλλους, δεν έχει τέτοιο επάγγελμα εδώ,
δεν έχει πια τραγούδι θεϊκό.
Χιονιάς, βραδιές αστροφεγγιάς,
το βούισμα της συκιάς,
σ’ αυτή την ηλικία, ή μιλάς
της καθεμιάς γενιάς
καινούριας και παλιάς,
ή κλείνεις και σιωπάς, για μας.
Σχεδόν πενήντα πέντε ετών,
με μπλοκ επιταγών,
χωρίς κανένα αντίκρισμα εξόν
την γη του θησαυρού,
τους τίτλους τ’ ουρανού
το αίμα του Θεού.
|
Emis, tu ’60 i ekdromis,
apómakri eks archís
ektós paradoménu kósmu emis,
aníliki diarkós,
ma ki ap’ to kathestós
amólinti eftichós, emis.
Emis, mias dípsichis odís
paráloga anichtís,
me siberiforés anatropís,
ke tis vathiás mas zoís
tis sintiritikís,
emis i ekkremis.
Chroniés, me ema ke fotiés
ke Chuntas ki Iulianés,
ke tis metapolítefsis fonés,
aftu tu sirfetu,
tu dimokratiku
tu néu egismu, emis.
Emis, ipógias diadromís,
to ’83 pachis,
me “Trapezákia Έkso” eftichis,
se kíma ksafnikó, sto “Olibiakó”,
sto apólito kenó.
O ieréas chrisó kekosmiménos,
i kimolía, i sillavés, o dáskalos Fotíu
ki o stratiótis akínitos
ke móno aftós o íchos simeas ke istíu.
Edó i mními échi éna kenó.
Pós aposchimatísthi efnis;
Ipnóthi se karékla somatiu
í píge ke apetági;
I mními kriptoelogotomíthi.
Pós sképttonte i álli;
Όpos nomízun to skótos
de chreónete allu.
Ti ftene tóra i mavri kivernóntes,
ta “Káppa”, ta “PASOK” ke ta “Nu Du;”
Emis to emfisísame to néfos
pu entós tu epoásthikan óli afti,
emis me tis eónies tis disthimíes mas
me to kenó ke me to amfisvitó
san petroméni mésa sto kathistikó
na zis ton thánató su,
gia tus állus, den échi tétio epángelma edó,
den échi pia tragudi theikó.
Chioniás, vradiés astrofengiás,
to vuisma tis sikiás,
s’ aftí tin ilikía, í milás
tis kathemiás geniás
kenurias ke paliás,
í klinis ke siopás, gia mas.
Schedón penínta pénte etón,
me blok epitagón,
chorís kanéna antíkrisma eksón
tin gi tu thisavru,
tus títlus t’ uranu
to ema tu Theu.
|