Σ’ ένα ξέφρενο πλήθος μες στους δρόμους
της πόλης πλανιέμαι. Με ρωτάς, δε γνωρίζω
από πού κι από ποιους κυνηγιέμαι.
Τρέχω τρέχω και φτάνω στου μυαλού μου
την άκρη και βρίζω, ούτε σένα θυμάμαι
κι ούτε άνθρωπο άλλον γνωρίζω.
Ω τρικάταρτε λόγιε στο μυαλό μου γυρνάς
με μανία, θολωμένα κεφάλια τρεμοπαίζουν
στα γκρίζα θρανία.
Σε διαδρόμους που στάζουν με οργή και
φοβέρες με σέρνουν, οι ελπίδες μου πάνε,
στις γωνίες οι φίλοι πεθαίνουν.
Ένα σύννεφο στέλνει απαλές σταγονίτσες
στο χώμα, βρίσκω μιαν ευκαιρία
και θαυμάζω της μέρας το χρώμα.
Ραντεβού ξεχασμένο με πικρό κατακάθι
στη μνήμη, η γραφή δεν αλλάζει
πληγωμένη η καρδιά μου θα μείνει.
Σ’ ένα μπαρ οι γαζίες με νυχάκια μαβιά
ξεθωριάζουν και βραχνιάσαν οι κράχτες
τους πιστούς οπαδούς να φωνάζουν.
Χαιρετάνε την πόλη που για χάρη σου
χύσαμε το αίμα, που για χάρη σου φύγαν
τα παιδιά μετανάστες στα ξένα.
Ω γλυκιά φαντασία από αόρατο χέρι
γραμμένη η γλυκιά μου αγάπη
ξεθαρρεύει και φτάνει αναμμένη.
Πώς το κρατάς το μυστικό που φέγγει, μέσα
απ’ τα δόντια του φιδιού περνά και μένει
διάφανο κάτω απ’ τις γλώσσες των παιδιών.
Με φοβέρες μου κλείνουν την πληγή
που μ’ ανοίξαν στα στήθια χαμηλά,
με κλωτσούνε και με γδέρνουν με δόντια και νύχια.
Μες σε τούτη την πόλη που μανδύας της πρέπει
πλανιέμαι κι όσο ψάχνω βουλιάζω
κι απ’ τα λόγια σου μόνο κρατιέμαι.
Τα ματάκια μου κλείνω, το τρελό το λεφούσι
με παίρνει ίσια πάνω στην κόγχη
ίσια μέσα στο χάος με σέρνει.
Γεια χαρά σας βρυσούλες θα σας δω πάλι
σ’ έναν αιώνα με στεγνά τα ματάκια
και θλιμμένο τραγούδι στο στόμα.
|
S’ éna kséfreno plíthos mes stus drómus
tis pólis planiéme. Me rotás, de gnorízo
apó pu ki apó pius kinigiéme.
Trécho trécho ke ftáno stu mialu mu
tin ákri ke vrízo, ute séna thimáme
ki ute ánthropo állon gnorízo.
O trikátarte lógie sto mialó mu girnás
me manía, tholoména kefália tremopezun
sta gkríza thranía.
Se diadrómus pu stázun me orgí ke
fovéres me sérnun, i elpídes mu páne,
stis goníes i fíli pethenun.
Έna sínnefo stélni apalés stagonítses
sto chóma, vrísko mian efkería
ke thafmázo tis méras to chróma.
Rantevu ksechasméno me pikró katakáthi
sti mními, i grafí den allázi
pligoméni i kardiá mu tha mini.
S’ éna bar i gazíes me nichákia maviá
ksethoriázun ke vrachniásan i kráchtes
tus pistus opadus na fonázun.
Cheretáne tin póli pu gia chári su
chísame to ema, pu gia chári su fígan
ta pediá metanástes sta kséna.
O glikiá fantasía apó aórato chéri
gramméni i glikiá mu agápi
ksetharrevi ke ftáni anamméni.
Pós to kratás to mistikó pu féngi, mésa
ap’ ta dóntia tu fidiu perná ke méni
diáfano káto ap’ tis glósses ton pedión.
Me fovéres mu klinun tin pligí
pu m’ aniksan sta stíthia chamilá,
me klotsune ke me gdérnun me dóntia ke níchia.
Mes se tuti tin póli pu mandías tis prépi
planiéme ki óso psáchno vuliázo
ki ap’ ta lógia su móno kratiéme.
Ta matákia mu klino, to treló to lefusi
me perni ísia páno stin kógchi
ísia mésa sto cháos me sérni.
Gia chará sas vrisules tha sas do páli
s’ énan eóna me stegná ta matákia
ke thlimméno tragudi sto stóma.
|