Χωροφυλάκοι ξενυχτούν καρτέρι στα σοκάκια
να πιάσουνε τον άγνωστο που κλέβει τα σακάκια,
τρείς νύχτες του τη στήσανε στα μέρη που χτυπάει
κι απόψε τον τσακώσανε τη μάντρα να πηδάει
Τον τσακώσανε επιτόπου και διαμαρτύρεται
για το μαύρο του το χάλι κλαίει και οδύρεται,
για το μαύρο του το χάλι κλαίει και οδύρεται,
το τσακώσανε επί τόπου και διαμαρτύρεται
Από το κρατητήριο στ’ αυτόφωρο τον πάνε
κι απ’ το `να πεζοδρόμιο στο άλλο τον περνάνε
κι εκεί που τον δικάζανε τον πρόεδρο κοιτάει,
από τον ίδιο πρόπερσι τρεις μήνες είχε φάει
|
Chorofiláki ksenichtun kartéri sta sokákia
na piásune ton ágnosto pu klévi ta sakákia,
tris níchtes tu ti stísane sta méri pu chtipái
ki apópse ton tsakósane ti mántra na pidái
Ton tsakósane epitópu ke diamartírete
gia to mavro tu to cháli klei ke odírete,
gia to mavro tu to cháli klei ke odírete,
to tsakósane epí tópu ke diamartírete
Apó to kratitírio st’ aftóforo ton páne
ki ap’ to `na pezodrómio sto állo ton pernáne
ki eki pu ton dikázane ton próedro kitái,
apó ton ídio própersi tris mínes iche fái
|