Αφήνω τον Παράδεισο
και στο σκοτάδι μπαίνω,
χίλια σκαλιά στην άβυσσο
κι ακόμα κατεβαίνω.
Να πέσω μες στην κόλαση
και στ’ αναμμένο λάδι,
δικιά μου η απόφαση,
δικό της το σημάδι.
Για την τρελή που αρνήθηκε
το στρώμα που κοιμήθηκε,
πίνω φωτιά το Σάββατο
παρέα με το θάνατο.
Για την τρελή που αρνήθηκε
το στρώμα που κοιμήθηκε,
πίνω φωτιά και ντρέπομαι
ακόμα που τη σκέφτομαι.
Περνάω στο παράλογο,
τη λογική στραγγίζω.
άλλο εσείς κι άλλο εγώ
κι απόψε ξεστρατίζω.
Να πέσω μες στην κόλαση
και στ’ αναμμένο λάδι,
δικιά μου η απόφαση,
δικό της το σημάδι.
|
Afíno ton Parádiso
ke sto skotádi beno,
chília skaliá stin ávisso
ki akóma kateveno.
Na péso mes stin kólasi
ke st’ anamméno ládi,
dikiá mu i apófasi,
dikó tis to simádi.
Gia tin trelí pu arníthike
to stróma pu kimíthike,
píno fotiá to Sávvato
paréa me to thánato.
Gia tin trelí pu arníthike
to stróma pu kimíthike,
píno fotiá ke ntrépome
akóma pu ti skéftome.
Pernáo sto parálogo,
ti logikí strangizo.
állo esis ki állo egó
ki apópse ksestratízo.
Na péso mes stin kólasi
ke st’ anamméno ládi,
dikiá mu i apófasi,
dikó tis to simádi.
|