Φίλε, η καρδιά μου τώρα σαν να εγέρασε
Τελείωσεν η ζωή μου της Αθήνας,
που όμοια γλυκά και με το γλέντι επέρασε
και με την πίκρα κάποτε της πείνας.
Δε θα `ρθω πια στον τόπο που η πατρίδα μου
τον έδωκε το γιόρτασμα της νιότης,
παρά περαστικός, με την ελπίδα μου,
με τ’ όνειρο που εσβήστη, ταξιδιώτης.
Προσκυνητής θα πάω κατά το σπίτι σου
και θα μου πουν δεν ξέρουν τι εγίνης.
Μ’ άλλον μαζί θα ιδώ την Αφροδίτη σου
κι άλλοι το σπίτι θα `χουν της Ειρήνης.
Θα πάω προς την ταβέρνα, το σαμιώτικο
που επίναμε για να ξαναζητήσω.
Θα λείπεις, το κρασί τους θα ’ναι αλλιώτικο,
όμως εγώ θα πιω και θα μεθύσω.
Θ’ ανέβω τραγουδώντας και τρεκλίζοντας
στο Ζάππειο που ετραβούσαμεν αντάμα.
Τριγύρω θα `ναι ωραία πλατύς ο ορίζοντας,
και θα `ναι το τραγούδι μου σαν κλάμα.
|
Fíle, i kardiá mu tóra san na egérase
Teliosen i zoí mu tis Athínas,
pu ómia gliká ke me to glénti epérase
ke me tin píkra kápote tis pinas.
De tha `rtho pia ston tópo pu i patrída mu
ton édoke to giórtasma tis niótis,
pará perastikós, me tin elpída mu,
me t’ óniro pu esvísti, taksidiótis.
Proskinitís tha páo katá to spíti su
ke tha mu pun den ksérun ti eginis.
M’ állon mazí tha idó tin Afrodíti su
ki álli to spíti tha `chun tis Irínis.
Tha páo pros tin tavérna, to samiótiko
pu epíname gia na ksanazitíso.
Tha lipis, to krasí tus tha ’ne alliótiko,
ómos egó tha pio ke tha methíso.
Th’ anévo tragudóntas ke treklízontas
sto Záppio pu etravusamen antáma.
Trigiro tha `ne orea platís o orízontas,
ke tha `ne to tragudi mu san kláma.
|