Που είσαι, ο ήλιος λάμπει πάνω στα βιβλία σου,
κι η μύτη απ’ το μολύβι έχει σπάσει,
θυμόμουνα εχθές την ιστορία σου,
πως όταν ήσουνα παιδί σ’ είχε ξεχάσει η ζωή,
έτσι ακριβώς όπως κι εσύ μ’ έχεις ξεχάσει.
Και θυμάμαι να ξαπλώνεις με τα πόδια στο γραφείο,
να μου λες πως η αγάπη θέλει δύο,
πως θα γράψουμε στον έρωτα την πρώτη τη σελίδα
κι από τότε που μου το `πες δε σε είδα.
Που είσαι, χαμένη μες στα όνειρα που διάβαζες,
σκυμμένη στην σελίδα δεκαπέντε,
στο στήθος μου, μετά, απάνω χάραζες,
και αναμνήσεις είχες βρει που `χε ξεχάσει η ζωή
έτσι ακριβώς όπως κι εσύ μ’ έχεις ξεχάσει.
Και θυμάμαι να ξαπλώνεις με τα πόδια στο γραφείο,
να μου λες πως η αγάπη θέλει δύο,
πως θα γράψουμε στον έρωτα την πρώτη τη σελίδα
κι από τότε που μου το `πες δε σε είδα.
|
Pu ise, o ílios lábi páno sta vivlía su,
ki i míti ap’ to molívi échi spási,
thimómuna echthés tin istoría su,
pos ótan ísuna pedí s’ iche ksechási i zoí,
étsi akrivós ópos ki esí m’ échis ksechási.
Ke thimáme na ksaplónis me ta pódia sto grafio,
na mu les pos i agápi théli dío,
pos tha grápsume ston érota tin próti ti selída
ki apó tóte pu mu to `pes de se ida.
Pu ise, chaméni mes sta ónira pu diávazes,
skimméni stin selída dekapénte,
sto stíthos mu, metá, apáno chárazes,
ke anamnísis iches vri pu `che ksechási i zoí
étsi akrivós ópos ki esí m’ échis ksechási.
Ke thimáme na ksaplónis me ta pódia sto grafio,
na mu les pos i agápi théli dío,
pos tha grápsume ston érota tin próti ti selída
ki apó tóte pu mu to `pes de se ida.
|