Έσκασε μύτη η Κυριακή,
χλωμή εταίρα της βδομάδας,
άβαφη, λίγο νευρική,
στην κόψη κάποιας χαραμάδας,
ξεχαστήκαμε.
Έγινε στάχτη η φωτιά
κι εσύ στο πλάι μου κοιμάσαι,
έμοιαζε η νύχτα με βουτιά
που ό,τι κι αν γίνει θα θυμάσαι,
ξεχαστήκαμε.
Ξεχαστήκαμε
έτσι απλά μες στα διπλά σεντόνια,
ξεχαστήκαμε
στο μετά που δεν κρατάει αιώνια
και σβηστήκαμε,
ξεχαστήκαμε.
Έσκασε μύτη η Κυριακή
και τα ραδιόφωνα θα βάλουν
την πιο ωραία μουσική
για δύο ξένους που υπερβάλλουν,
ξεχαστήκαμε.
θέλω της νύχτας τα φιλιά
μέσα στις τσέπες μου να κρύψω
κι αν φύγω μ’ άδεια αγκαλιά,
με το παλτό θα την καλύψω
ξεχαστήκαμε.
Ξεχαστήκαμε
έτσι απλά μες στα διπλά σεντόνια,
ξεχαστήκαμε
στο μετά που δεν κρατάει αιώνια
και σβηστήκαμε,
ξεχαστήκαμε.
|
Έskase míti i Kiriakí,
chlomí etera tis vdomádas,
ávafi, lígo nevrikí,
stin kópsi kápias charamádas,
ksechastíkame.
Έgine stáchti i fotiá
ki esí sto plái mu kimáse,
émiaze i níchta me vutiá
pu ó,ti ki an gini tha thimáse,
ksechastíkame.
Ksechastíkame
étsi aplá mes sta diplá sentónia,
ksechastíkame
sto metá pu den kratái eónia
ke svistíkame,
ksechastíkame.
Έskase míti i Kiriakí
ke ta radiófona tha válun
tin pio orea musikí
gia dío ksénus pu ipervállun,
ksechastíkame.
thélo tis níchtas ta filiá
mésa stis tsépes mu na krípso
ki an fígo m’ ádia agkaliá,
me to paltó tha tin kalípso
ksechastíkame.
Ksechastíkame
étsi aplá mes sta diplá sentónia,
ksechastíkame
sto metá pu den kratái eónia
ke svistíkame,
ksechastíkame.
|