Φώτα που σβήνουν, πόλη που ξυπνά
άστρα και φεγγάρια χλωμά.
Νύχτα που φεύγει, ρίγος πρωινό
κι ένα όνειρο ζωντανό.
Ήσυχη θάλασσα, γλάροι λευκοί
μόνον εμείς στην ακτή,
χρόνια σε γύρευα, λόγια που φύλαγα
σου ψιθυρίζω στ’ αυτί
Νύχτα βάλσαμο, μέρα βάσανο
μα εσύ δε λες να φανείς.
Όνειρα έσπειρα, όνειρα θέρισα
και δε μου φταίει κανείς.
Ήσυχη θάλασσα, γλάροι λευκοί
ούτε ψυχή στην ακτή,
Όνειρα έσπειρα, όνειρα θέρισα,
κάποτε κάποιο θα βγει.
Φώτα που σβήνουν, όνειρα μισά
σπίτια και φανάρια σβηστά
Μπρος στον καθρέφτη πάλι θα σταθώ
σαν παράθυρο ανοιχτό
Άβαφο πρόσωπο, βλέμμα γνωστό
έμαθα να σ’ αγαπώ
χρόνια σε γύρευα, λόγια που φύλαγα
είναι καιρός να σου πω.
|
Fóta pu svínun, póli pu ksipná
ástra ke fengária chlomá.
Níchta pu fevgi, rígos prinó
ki éna óniro zontanó.
Ήsichi thálassa, glári lefki
mónon emis stin aktí,
chrónia se gireva, lógia pu fílaga
su psithirízo st’ aftí
Níchta válsamo, méra vásano
ma esí de les na fanis.
Όnira éspira, ónira thérisa
ke de mu ftei kanis.
Ήsichi thálassa, glári lefki
ute psichí stin aktí,
Όnira éspira, ónira thérisa,
kápote kápio tha vgi.
Fóta pu svínun, ónira misá
spítia ke fanária svistá
Bros ston kathréfti páli tha stathó
san paráthiro anichtó
Άvafo prósopo, vlémma gnostó
ématha na s’ agapó
chrónia se gireva, lógia pu fílaga
ine kerós na su po.
|