Ήταν μια φορά ένας άνθρωπος
ήσυχος πολύ και ξαρμάτωτος.
Είχε σπίτια και λιβάδια
και κοπάδια και σκυλιά
κι ένα δίχτυ που ’πιανε πουλιά.
Είχε κρύα βρύση στον κήπο του
μαύρο κυπαρίσσι στον ύπνο του.
Μια γυναίκα αγαπούσε
που τραγούδαγε συχνά
και μιλούσε πάντα σιγανά.
Δεν κατάλαβε πώς την έσφαξε
κι ό,τι αγαπούσε το έκαψε,
τα λιβάδια, τα κοπάδια,
τα τραγούδια, τα φιλιά
και κανείς δεν έβγαλε μιλιά.
Στάθηκε μπροστά στα χαλάσματα
κι έβαλε Θεέ μου τα κλάματα.
Να `χα σπίτι και γυναίκα
και κοπάδια και σκυλιά
κι ύστερα τον πήραν τα πουλιά.
|
Ήtan mia forá énas ánthropos
ísichos polí ke ksarmátotos.
Iche spítia ke livádia
ke kopádia ke skiliá
ki éna díchti pu ’piane puliá.
Iche kría vrísi ston kípo tu
mavro kiparíssi ston ípno tu.
Mia gineka agapuse
pu tragudage sichná
ke miluse pánta siganá.
Den katálave pós tin ésfakse
ki ó,ti agapuse to ékapse,
ta livádia, ta kopádia,
ta tragudia, ta filiá
ke kanis den évgale miliá.
Státhike brostá sta chalásmata
ki évale Theé mu ta klámata.
Na `cha spíti ke gineka
ke kopádia ke skiliá
ki ístera ton píran ta puliá.
|