Τη δίψα σου αντάμωσα σε μια γωνιά του δρόμου,
με δυο ευχές μεγάλωσα τα όρια του χρόνου,
Στη μια να πίνεις τη δροσιά απ’ της αυγής τα χείλη,
στην άλλη έδεσα σφιχτά τη νύχτα σε μαντήλι,
Στη μια να πίνεις τη δροσιά απ’ της αυγής τα χείλη,
στην άλλη έδεσα σφιχτά τη νύχτα σε μαντήλι.
Τη δίψα σου αντάμωσα σε μια γωνιά του δρόμου,
με δυο ευχές μου μάλωσα την ερημιά του μόνου,
Στη μια να βρίσκεις την πηγή αυτή που δε στερεύει,
στην άλλη να ‘μαστε μαζί για ό,τι δε συνέβη,
Στη μια να βρίσκεις την πηγή αυτή που δε στερεύει,
στην άλλη να ‘μαστε μαζί για ό,τι δε συνέβη.
Στη μια να βρίσκεις την πηγή αυτή που δε στερεύει
στην άλλη να ‘μαστε μαζί για ό,τι δε συνέβη.
|
Ti dípsa su antámosa se mia goniá tu drómu,
me dio efchés megálosa ta ória tu chrónu,
Sti mia na pínis ti drosiá ap’ tis avgís ta chili,
stin álli édesa sfichtá ti níchta se mantíli,
Sti mia na pínis ti drosiá ap’ tis avgís ta chili,
stin álli édesa sfichtá ti níchta se mantíli.
Ti dípsa su antámosa se mia goniá tu drómu,
me dio efchés mu málosa tin erimiá tu mónu,
Sti mia na vrískis tin pigí aftí pu de sterevi,
stin álli na ‘maste mazí gia ó,ti de sinévi,
Sti mia na vrískis tin pigí aftí pu de sterevi,
stin álli na ‘maste mazí gia ó,ti de sinévi.
Sti mia na vrískis tin pigí aftí pu de sterevi
stin álli na ‘maste mazí gia ó,ti de sinévi.
|